προστατόρροια

προστατόρροια
η, Ν
ιατρ. η εκροή από την ουρήθρα βλεννώδους υγρού προστατικής προελεύσεως, η οποία παρατηρείται στη χρόνια προστατίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatorrhea < προστάτης + ῥοῖα «ροή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”